Τὴν προσεχῆ Παρασκευὴ 15 Ἀπριλίου στὶς 9.00 μ.μ. στὸ Φ.Ε. "ΑΘΗΝΑ ΕΡΓΑΝΗ" (Ἀκαδημείας 88, 6ος ὄροφος), ὁ Κωνσταντῖνος Σταυρόπουλος θὰ παραθέσῃ διάλεξη μὲ θέμα:
Τὸ ἀρχετυπικὸ θεῖον πάθος
Τὸ ἀρχετυπικὸ θεῖον πάθος, μία κακὴ παράσταση τοῦ ὁποίου θὰ παρουσιάσῃ ἡ Ἐκκλησία τὴν προσεχῆ ἢ μεγάλη, ὅπως τὴν ὀνομάζει, ἑβδομάδα, ἀνατέμνεται ἐν μέρει στὶς Βάκχες τοῦ Εὐριπίδη. Δυστυχῶς ὁ ποιητὴς εἶχε πεθάνει δύο ἔτη πρὸ τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς βραβεύσεώς τους στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν (405). Ὁ Διόνυσος θεὸς τοῦ κρασιοῦ, τῆς χαρᾶς, τοῦ θεάτρου καὶ τοῦ μυστικοῦ ἐνθουσιασμοῦ παρουσιάζεται (πιὸ σωστὰ ἐπιφαίνεται) ὡς "Διὸς παῖς" στὴν πόλη τῶν Θηβῶν γιὰ τρίτη φορά, ἀπαιτῶντας ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του τὸν προσήκοντα σεβασμό, τόσῳ σ’ αὐτόν, ὅσῳ καὶ στὴν ἀκολουθία του, τὶς Βάκχες (Μαινάδες). Ἡ ἀπαίτησή του αὐτὴ δὲν γίνεται καθολικῶς ἀποδεκτή, ἂν καὶ δὲν ἀμφισβητῆται ἀπὸ τὸ παραδοσιακὸ ἱερατεῖο (Κάδμος καὶ Τειρεσίας), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, τὴν ὁποίαν ἀσκεῖ ὁ νεαρὸς ἐξάδελφός του Πενθεύς.
Ἡ τιμωρία τοῦ θεανθρώπου θεωρεῖται πρὸς στιγμὴν δεδομένη καὶ φαντάζει ἐξευτελιστική: ἐγκλεισμὸς στοὺς βασιλικοὺς στάβλους.Ὁ σεισμὸς ποὺ ἀκολουθεῖ στὶς ἐκκλήσεις τῶν Βακχῶν, ἀποκαθιστᾷ τὴν διασαλευθεῖσα τάξη καὶ ὁδηγεῖ τὸν Πενθέα -ἐνώπιον ἐνωπίῳ- στὸν ἄρτι "ἀναστημένο" Διόνυσο, προκειμένου νὰ τὸν προετοιμάσῃ (τιμωρία ἐπὶ ἀσεβείᾳ) ὡς ἐξιλαστήριο θῦμα στὸ ἄδυτο τῶν Μαινάδων, στὸν Κιθαιρῶνα. Ὁ βασιληᾶς τῶν Θηβῶν ἀρνεῖται, ἀκόμη καὶ τὴν τελευταία εὐκαιρία τοῦ Διονύσου, νὰ μὴν ἐπιμείνῃ στὴν τιμωρία τῶν ἀκολούθων του (ὄχι ἁπλῶς τῶν λατρευτῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς λατρείας του)· ἡ ὥρα τῆς νεμέσεως πλησιάζει καὶ ὁ Πενθεὺς θὰ πληρώσῃ τὴν ἀσέβειά του μὲ τὸν πλέον τραγικὸ τρόπο: σπαράσσεται, ἐν ἀγνοίᾳ της, ἀπὸ τὰ χέρια τῆς ἴδιας του τῆς μητέρας. Ἡ Ἀγαύη, ἀδελφὴ τῆς Σεμέλης καὶ μητέρα τοῦ βασιληᾶ, ἐκδικεῖται τὸν γιό της, ἀλλὰ καί, μέσῳ αὐτοῦ, τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἀνήκει στὸν κύκλο τῶν ἀμφισβητιῶν. Ὅταν συνειδητοποιῇ τὸ μέγεθος τῆς πράξεώς της, ἀναγγέλλει τὴν ἄμεση ἀποχώρησή της ἀπὸ τὸν "μιαρὸ" Κιθαιρῶνα καὶ τὴν ἄρνησή της νὰ ἀγγίξῃ τὸν θύρσο.
Ὁ μῦθος τελειώνει κάπου ἐδῶ· ὅμως, τὸ μυστήριο τῶν Βακχῶν δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποκαλυφθῆ στὴν πληρότητά του. Βρίσκεται καλὰ κρυμμένο μέσα στὸν ἀρχέγονο διονυσιασμὸ τῶν λαῶν τῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου, σ’ αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν τὴν ἀντιφατικότητα τῆς λατρείας τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ στὸ συγκρουσιακὸ πλαίσιο ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ ποιητῆ τους.